Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νίωπον — νίωπον, τὸ (Α) βλ. νέτωπον … Dictionary of Greek
νέτωπον — νέτωπον, τό (ΑΜ, Α και νίωπον και νετώπιον) λάδι απο πικραμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης και συνδέεται με εβραϊκό nātār, αραμαϊκό netāpā, nātōpā «σταγόνα από αρωματικό ρετσίνι»] … Dictionary of Greek